уцепить - ορισμός. Τι είναι το уцепить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι уцепить - ορισμός


УЦЕПИТЬ      
ухватить зацепив.
У. корягу багром.
уцепить      
сов. перех. разг.-сниж.
см. уцеплять.
уцепить      
УЦЕП'ИТЬ, уцеплю, уцепишь, ·совер.уцеплять
), что (·прост. ). Ухватить, зацепив. Уцепить конец веревки.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για уцепить
1. Видимо, ныне уцепить Савельева, превратившегося в самодеятельного расследователя, уже сложно.
2. Реальность сумела уцепить писателей самым острым и болезненным крючком - темой чеченской войны.
3. Затем все присматриваются: "Посмотри, Алексей, как эта девочка работает". Я коготком пытаюсь там уцепить.
4. Создается впечатление, что человек творил свои аферы вне земного пространства - там, где некому было уцепить его за хапкие немозолистые ручонки.
5. Но в "Геликоне" умеют так уцепить "петельку" сюжета и вытянуть такую "нитку" коллизий, что можно только поражаться фантазии творцов во главе с Дмитрием Бертманом.
Τι είναι УЦЕПИТЬ - ορισμός